- παρεξεῦρον
- παρεξευρίσκωfind out besidesaor ind act 3rd plπαρεξευρίσκωfind out besidesaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξευρίσκω — Α [εξευρίσκω] βρίσκω κάτι επί πλέον, ανακαλύπτω επιπροσθέτως, επινοώ κάτι κοντά σε αυτό που ήδη υπάρχει («ἵνα... μὴ αὐτοὶ ἀπόλωνται τὸν νόμον περιστέλλοντες, παρεξεῡρον ἄλλον νόμον σύμμαχον τῷ ἐθελόντι γαμέειν ἀδελφέας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek